- εὔπηνος
- εὔπηνος, ον, ([etym.] πήνη)A of fine texture,
ὑφαί E.IT312
, 814.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑφαί E.IT312
, 814.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύπηνος — εὔπηνος, ον (Α) αυτός που είναι καλά υφασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πηνος (< πήνη «υφάδι»), πρβλ. λεπτό πηνος, πολύ πηνος] … Dictionary of Greek
εὐπήνοις — εὔπηνος of fine texture masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπήνου — εὔπηνος of fine texture masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπήνους — εὔπηνος of fine texture masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπηνής — εὐπηνής (Α) (πιθ. εσφ. γρφ. τού εὐπινής) βλ. εὔπηνος … Dictionary of Greek